- Θαψάκου
- Θάψακοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκβάλλω — Α [ἐκβάλλω] 1. εκδιώκω, απορρίπτω κάποιον ή κάτι επιπροσθέτως («καὶ ταῡτ ἔπραττε καὶ χρήματ ἀνήλισκε ἐπὶ τῷ μετ ἐκείνου κἀμὲ προσεκβαλεῑν ἀδίκως», Δημοσθ.) 2. εκτείνω, επιμηκύνω κάτι προς τα έξω επιπροσθέτως («ἐκ Θαψάκου προσεκβάλλων ἄλλην μέχρι… … Dictionary of Greek